παμπελοποννησιακός

παμπελοποννησιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την Πελοπόννησο ή σε όλους τους Πελοποννησίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + Πελοπόννησος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Σπ. Π. Λάμπρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”